H πλατφόρμα πολιτισμού του gov.gr beta

Περιήγηση στα σημαντικά μνημεία του Δίου

Δημοσιεύτηκε: |

Δίον – Colonia Iulia Augusta Diensis – Dium – Σταδιά – Κάστρο – Μαλαθριά – Δίον.

Το ιστορικό πλαίσιο

Στους βόρειους πρόποδες του Ολύμπου, σε περιοχή που εξασφαλίζει τον απόλυτο έλεγχο της στενής διάβασης από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία, δεσπόζει το Δίον. Άλλοτε σε απόσταση μόλις επτά σταδίων από τις ακτές του Θερμαϊκού, το Δίον υπήρξε η κατ’ εξοχήν ιερή πόλη των Μακεδόνων. Η ύπαρξη της πόλης του Δίου μαρτυρείται για πρώτη φορά στον Θουκυδίδη, το 424 π.Χ. Αναλαμβάνοντας ο Αρχέλαος την εξουσία στη Μακεδονία (τέλος 5ου αι. π.Χ.) πρόσφερε σε λαμπρές τελετές θυσίες στον Ολύμπιο Δία. Οργάνωσε ακόμη στο Δίον προς τιμή του Ολυμπίου Διός και των Μουσών αθλητικούς και θεατρικούς αγώνες, τα «Ολύμπια τα εν Δίω». Είναι πιθανόν να παίχτηκαν εκεί οι τραγωδίες του Ευριπίδη «Αρχέλαος» και «Βάκχες». Στο Δίον γιόρτασε ο Φίλιππος Β’ την άλωση και καταστροφή της Ολύνθου, πρωτεύουσας της Χαλκιδικής Συμμαχίας, και στο ίδιο μέρος ο Μέγας Αλέξανδρος επικαλέστηκε τη βοήθεια του ύψιστου των θεών, πραγματοποιώντας την πανηγυρική ετοιμασία της εκστρατείας του στην Ασία. Στο Δίον τοποθετήθηκε το περίφημο σύμπλεγμα του Λυσίππου, που έγινε με εντολή του Αλέξανδρου μετά τη μάχη του Γρανικού. Πρόκειται για τους χάλκινους ανδριάντες των 25 εταίρων που έπεσαν στη μάχη.

Κεντρική Οδός
©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου Ε΄ οι Αιτωλείς εισέβαλαν στην ιερή πόλη των Μακεδόνων. Ο στρατηγός τους Σκόπας κατέστρεψε την πόλη και έβαλε φωτιά στο τέμενος του Ολυμπίου Διός. Ο Φίλιππος Ε’ φρόντισε να ξαναστηθεί το Δίον και να αποκτήσει την προηγούμενη αίγλη του, αλλά λίγο αργότερα, το 169 π.Χ., καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους και τον ύπατο Μάρκιο Φίλιππο.

Η μαζική μεταφορά Ρωμαίων στην πόλη και η ίδρυση της  αποικίας είναι έργο του Αυγούστου, αμέσως μετά τη νίκη του στη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Το επίσημο όνομα της αποικίας του Δίου ήταν Colonia Julia Augusta Diensis και το δίκαιο που ίσχυε ήταν το Jus Italicum που συνεπαγόταν φοροαπαλλαγή και δικαίωμα αυτοδιοίκησης. Έτσι άρχισε μία νέα περίοδος ευημερίας και ανάπτυξης στο Δίον, η οποία είναι εμφανής σε πολλά από τα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια της πόλης. Αυτή κυρίως την περίοδο ακμής απηχούν τα περισσότερα αρχιτεκτονικά λείψανα που παρατηρεί σήμερα ο επισκέπτης του αρχαιολογικού χώρου.

Κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια, η πόλη συρρικνώνεται και την κεντρική της περιοχή καταλαμβάνει παλαιοχριστιανική βασιλική του τέλους του 4ου αι. μ.Χ. Τη μετάβαση στη νέα θρησκεία μαρτυρούν οι δύο βασιλικές που κτίστηκαν πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης και μία τρίτη έξω από τα τείχη της. Θύμα της εισβολής των Οστρογότθων, το Δίον δε θα επουλώσει ποτέ τις πληγές του. Οι πλημμύρες του ποταμού Βαφύρα, οι σεισμοί και ο χρόνος θα καλύψουν με λήθη την πόλη που εγκαταλείφτηκε κατά τον 5ο αι. μ.Χ. Οι κάτοικοι της μετοίκησαν σε ασφαλέστερες περιοχές στους πρόποδες του Ολύμπου.

Το όνομα του Δίου επέζησε ως τους νεότερους χρόνους παρεφθαρμένο ως Σταδιά και η ανάμνηση της οχυρωμένης πόλης ως τους σημερινούς κατοίκους του χωριού που το λένε Κάστρο.

©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Το χρονικό της έρευνας

Η ταύτιση της αρχαίας πόλης του Δίου οφείλεται στον Άγγλο αξιωματικό W.M. Leake ο οποίος το 1806 επισκέφθηκε τη θέση δίπλα στο χωριό Μαλαθριά. Στην έκταση ανάμεσα στο χωριό και τις πηγές εντόπισε τα λείψανα του σταδίου, του θεάτρου, τα θεμέλια ενός μεγάλου κτιρίου, καθώς και ίχνη της οχύρωσης. Η βλάστηση όμως ήταν τόσο πυκνή που δεν του επέτρεψε να ακολουθήσει τα χνάρια των αρχιτεκτονικών καταλοίπων που εντόπισε.

©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Μισό αιώνα αργότερα, το 1855, ήρθε στο Δίον ο Γάλλος αρχαιολόγος, L. Heuzey, ο οποίος ξαναγύρισε το 1861 με εντολή του Ναπολέοντα Γ’. Ο νεότερος περιηγητής στάθηκε πιο τυχερός στον εντοπισμό των ερειπίων της πόλης, καθώς διέκρινε όχι μόνο τα τείχη της, αλλά μπόρεσε να διαπιστώσει και το τετράγωνο σχήμα της πόλης. Ο Heuzey ταύτισε, επίσης, τον ποταμό Ποτόκι με τον Βαφύρα-Ελικώνα, σημείωσε τις άφθονες πηγές, ενώ τέλος απέδωσα τα περισσότερα από τα κτίσματα του Δίου στον βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο.

Το Δίον είναι ο πληρέστερα ανασκαμμένος χώρος της περιοχής του Ολύμπου και μία από τις μεγαλύτερες ανασκαφές των νεότερων χρόνων στην Ελλάδα. Οι συστηματικές αρχαιολογικές έρευνες ξεκίνησαν το 1928, από τον καθηγητή Γ. Σωτηριάδη, τον τότε πρύτανη του νεοϊδρυμένου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, χάρη στον οποίο απαλλοτριώθηκε-διασώθηκε ο αρχαιολογικός χώρος και έγινε το πρώτο μικρό μουσείο, όπου μεταφέρθηκαν τα τότε ευρήματα. Ο Σωτηριάδης, κάτω από αντίξοες συνθήκες, εντόπισε διάφορα κτήρια, με σημαντικότερα από αυτά έναν μακεδονικό τάφο και μία παλαιοχριστιανική βασιλική.

Μετά από διακοπή τριών περίπου δεκαετιών, η ανασκαφή του Δίου άρχισε πάλι το 1963 με πρωτοβουλία του καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Γ. Μπακαλάκη. Παράλληλα, ερευνήθηκε συστηματικότερα από τον καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας Στ. Πελεκανίδη η παλαιοχριστιανική βασιλική που είχε φέρει στο φως ο Γ. Σωτηριάδης.

©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Το 1973 ξεκίνησε μία νέα περίοδος ανασκαφών υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο, Δ. Παντερμαλή. Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στην αναζήτηση των ιερών και στην έρευνα της αρχαίας λατρείας, που είχε ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη του ιερού του Ολυμπίου Διός, καθώς επίσης κι αυτών της Δήμητρας, της Ίσιδας και του Διός Υψίστου. Επίσης, συνεχίστηκε ο εντοπισμός και η αποκάλυψη δημόσιων κτηρίων, όπως του ελληνιστικού θεάτρου, της ρωμαϊκής αγοράς και πολλών συγκροτημάτων λουτρών, αλλά και ιδιωτικών κατοικιών, ορισμένες από τις οποίες ιδιαίτερα πολυτελείς, όπως η λεγόμενη έπαυλη του Διονύσου. Ενδιαφέρον υπήρξε και για τη χριστιανική φάση της ζωής του Δίου, με έρευνες από τον καθηγητή Βυζαντινής αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., Α. Μέντζο.

Από το 2008 έως το 2019 την ευθύνη του ανασκαφικού και ερευνητικού έργου είχε η ομότιμη σήμερα καθηγήτρια του Τομέα Αρχαιολογίας Σεμέλη Πινγιάτογλου. Από το 2020 τη διεύθυνση της Πανεπιστημιακής ανασκαφής στο Δίον έχει αναλάβει η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τομέα Αρχαιολογίας Ελένη Παπαγιάννη.

 

Η περιοχή των ιερών

Έξω από το νοτιοανατολικό τμήμα της τειχισμένης  πόλης εντοπίζονται οι χώροι της  λατρείας των Μακεδόνων, καθώς και τα θέατρα του Δίου.

ΔΙΟΝ – Η πόλη και τα ιερά της
©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Το Ιερό της Δήμητρας

Το ιερό της Δήμητρας είναι το πρώτο που αντικρίζει ο επισκέπτης μετά την είσοδό του στον αρχαιολογικό χώρο. Το ιερό απέκτησε τα πρώτα κτήριά του στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και είναι το παλαιότερο γνωστό σήμερα μακεδονικό ιερό. Πρόκειται για δύο όμοια κτίσματα με σηκό και βαθύ προθάλαμο. Στο εσωτερικό τους βρέθηκαν τελετουργικά σκεύη, πήλινα ειδώλια, λυχνάρια, αγγεία, κοσμήματα και νομίσματα. Τα δύο αυτά αρχαϊκά ιερά ήταν αφιερωμένα στη Δήμητρα και την Κόρη.

Ιερό Δήμητρας και Κόρης
©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. αντικαταστάθηκαν από δύο νέους δωρικού ρυθμού ναούς. Στα αυτοκρατορικά χρόνια πλήθυναν τα λατρευτικά κτήρια. Μαζί με τη Δήμητρα λατρευόταν η Κουροτρόφος, μία θεά των παιδιών και της γονιμότητας και η Βαυώ. Σε ένα από τα ιερά κτήρια του τεμένους βρέθηκε βωμός που αναφέρει μία ιέρεια της Αφροδίτης. Το ιερό της Δήμητρας επέζησε έως τον 4ο αι. μ.Χ.

 

Το Ιερό του Ολυμπίου Διός

Αυτό το ιερό ήταν ο πιο σεβάσμιος χώρος των αρχαίων Μακεδόνων και εντοπίστηκε νότια του ιερού του Ασκληπιού. Στον βωμό του Διός έκαναν μεγαλοπρεπείς θυσίες οι βασιλείς της Μακεδονίας για να τιμήσουν τον πατέρα των θεών στο μεγάλο πανηγύρι των «εν Δίω Ολυμπίων». Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. η τοπική γιορτή του Δίου απέκτησε παμμακεδονικό χαρακτήρα και η λατρεία του Ολυμπίου Διός έγινε η «εθνική» λατρεία των Μακεδόνων.

Το ιερό συνέχισε τη ζωή του και κατά την ελληνιστική εποχή, οπότε γνώρισε μεγάλη ακμή. Σε αυτό αφιέρωναν πολυτελή αναθήματα οι βασιλείς, αλλά επίσης συνέχισαν να δημοσιεύονται εδώ όλα τα σημαντικά έγγραφα του βασιλείου. Είχε περίβολο, που περιέκλειε μεγάλη έκταση, χωρίς να έχει βρεθεί όμως κάποιος μεγάλος ναός. Ένας μονόχωρος οίκος διαστάσεων 9 Χ 13,30 μ., πιθανόν να λειτουργούσε ως «κατοικία» του αγάλματος του θεού. Το πιο εντυπωσιακό κτίσμα του ιερού είναι ο μεγάλος βωμός του. Πρόκειται για μια κατασκευή μήκους 22 μ. κτισμένη από μεγάλους γωνιολίθους στο εξωτερικό και μισοψημένες πλίνθους στο εσωτερικό. Δυτικά της βρέθηκαν 36 λίθινες βάσεις που χρησίμευαν για την πρόσδεση των προς θυσία ζώων, ήταν δηλαδή δέστρες.

Το λαμπρό ιερό των Μακεδόνων πυρπολήθηκε το καλοκαίρι του 219π.Χ. από τον στρατό των Αιτωλών. Οι Μακεδόνες του Δίου ξαναέστησαν το ιερό τους και έθαψαν σε λάκκους πολλά κατεστραμμένα αναθήματα. Στις ανασκαφές βρέθηκαν τέτοιοι λάκκοι που περιείχαν, εκτός των άλλων, και πολύτιμες για την ιστορία της Μακεδονίας βασιλικές επιγραφές.

Η λατρεία του Ολυμπίου Διός συνέχισε να υπάρχει και μετά την ένταξη της Μακεδονίας στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο Αδριανός, στο πλαίσιο του φιλελληνισμού του, αλλά επιπροσθέτως και επειδή ο ίδιος λατρευόταν με την επωνυμία «Ολύμπιος», είναι πιθανόν να οδήγησε στην αναβίωση της λατρείας του Ολυμπίου Διός.

 

Το Ιερό της  Ίσιδας

©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Κοντά στα νερά του Βαφύρα και πάνω σε πανάρχαιες πηγές λατρευόταν η Άρτεμις ως θεά της φύσης και του τοκετού και η Αφροδίτη ως θεά των υπωρειών του Ολύμπου. Τον 2ο αι. π.Χ. η Άρτεμις έδωσε τη θέση της στη μεγάλη θεά Ίσιδα, η λατρεία της οποίας είχε ήδη φτάσει στην Ελλάδα από την Αίγυπτο. Ο μακρύς διάδρομος μπροστά από τον κεντρικό ναό του Ιερού της Ίσιδας στο Δίον συμβόλιζε τον Νείλο, ενώ οι μαρμάρινοι ταύροι που βρέθηκαν στα σκαλοπάτια του βωμού απεικόνιζαν τον αιγυπτιακό θεό Άπι.

Το αρχιτεκτονικό σύνολο του ιερού στην τελευταία του φάση σώθηκε πολύ καλά κάτω από το στρώμα ιλύος που συσσώρευσαν με τους αιώνες οι πλημμύρες του ποταμού Βαφύρα. Βρέθηκαν πολλά γλυπτά και επιγραφές στη θέση τους ή πεσμένα δίπλα στο σημείο που ήταν στημένα. Η ανασκαφική εικόνα έδειχνε με σαφήνεια ότι ο ιερό της Ίσιδας καταστράφηκε από σεισμό. Αμέσως μετά άρχισε η επισκευή του, αλλά στη συνέχεια οι μεγάλες και αλλεπάλληλες πλημμύρες, οδήγησαν στην τελική εγκατάλειψή του, στη διάρκεια του 4ου αι. μ.Χ.

©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Στο μέσον της δυτικής πλευράς βρίσκεται ο τετράστυλος ιωνικός ναός της Ίσιδας χτισμένος επάνω σε ψηλό πόδιο. Στον τοίχο της πρόσοψης ήταν στερεωμένο ανάγλυφο που παρίστανε τη θεά με σκήπρο και στάχυα στα χέρια. Η θεά λατρευόταν στον κεντρικό ναό ως Ίσις Λοχία, ως θεά που παραστεκόταν στις λεχώνες. Ο μικρός ναός στα βόρεια του κεντρικού στέγαζε τη λατρεία την Υπολυμπιδίας  Αφροδίτης, ενώ στα νότια του κεντρικού ναού ένας ναΐσκος με κόγχη ήταν αφιερωμένος στην Ίσιδα Τύχη. Το άγαλμα της θεάς βρέθηκε όρθιο πάνω στο βάθρο του. Η βόρεια πτέρυγα είχε χώρους για τη διανυκτέρευση των επισκεπτών που ιερού και μία αίθουσα όπου ήταν στημένα τα αγάλματα των γυναικών που είχαν ευεργετήσει το ιερό. Πάνω στο βάθρο του βρέθηκε εκεί όρθιο το άγαλμα της Ιουλίας Φρουγιανής Αλεξάνδρας, την οποία είχε τιμήσει με τον ανδριάντα αυτόν η πόλη του Δίου, τον 2ο αι. π.Χ. Στον αιώνα αυτόν ανήκουν χρονολογικά σχεδόν όλα τα κτήρια του ιερού που βλέπει ο επισκέπτης σήμερα. Στα βαθύτερα όμως στρώματα εντοπίστηκαν ερείπια ελληνιστικών χρόνων.

 

Το Ιερό του Διός Υψίστου

Το ιερό του θεού βρίσκεται νότια των τειχών της πόλης, ανάμεσα στα ιερά της Ίσιδας και της Δήμητρας. Τα παλαιότερα ευρήματα του ιερού χρονολογούνται στην αυτοκρατορική εποχή, γεγονός που αποδεικνύει ότι κατά την εποχή αυτή συνεχίστηκε η λατρεία του Διός στο Δίον, αλλά πλέον όχι ως Ολυμπίου ή τουλάχιστον όχι κυρίως ως Ολυμπίου, αλλά ως Διός Υψίστου.

Το λατρευτικό άγαλμα του Διός Υψίστου
©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Το ιερό έχει ορθογώνια κάτοψη με τον ναό να βρίσκεται στο μέσον της βόρειας πλευράς του. Ο σηκός είναι μονόχωρος και περιβάλλεται στις τρεις πλευρές από πτερό. Το δάπεδο της περίστασης καλυπτόταν από ψηφιδωτά με γεωμετρικά μοτίβα ανάμεσα στα οποία εικονίζεται και ένας λευκός ταύρος, όπως και δύο διπλοί πελέκεις. Στον τοίχο του βάθους του σηκού, βρισκόταν η κτιστή βάση του μαρμάρινου λατρευτικού αγάλματος του Διός  το οποίο βρέθηκε πεσμένο στο δάπεδο. Το άγαλμα έχει μέγεθος μικρότερο του φυσικού και εικονίζει το θεό ένθρονο να κρατά σκήπτρο με το υψωμένο αριστερό του χέρι και κεραυνό με το ακουμπισμένο στο μηρό δεξί χέρι.

Εκτός όμως από το άγαλμα του ίδιου του Διός, μέσα στο ναό βρέθηκε και ένα μαρμάρινο άγαλμα αετού που πατά επάνω σε κεραυνό, χρονολογούμενο κι αυτό στην αυτοκρατορική εποχή. Τα συνηθέστερα αναθήματα στο Δία Ύψιστο είναι τα αγάλματα αετών, τα οποία συχνά πατούν επάνω σε κίονες, ανάγλυφα αετών, αναθηματικά βάθρα ή βωμοί με απεικόνιση αετών, ενώ σε κάποια αναθήματα εικονίζεται ο ίδιος ο θεός, όπως σε στήλες, ανάγλυφα ή ολόγλυφα έργα.  Από τις επιγραφές που βρέθηκαν στο ιερό  συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο Ζευς Ύψιστος λατρευόταν τόσο από τους Έλληνες κατοίκους της πόλης, όσο και από τους λατινόφωνους αποίκους.

Ολόγλυφος αετός που πατά σε κεραυνό, από το Ιερό του Διός Υφίστου
©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Η οριστική εγκατάλειψη του ιερού ίσως να έλαβε χώρα γύρω στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., όταν επικράτησε πλέον οριστικά ο Χριστιανισμός και εγκαταλείφθηκαν και τα υπόλοιπα ιερά της πόλης.

 

Το Ελληνιστικό θέατρο

Στα νότια της πόλης του Δίου, έξω από τα όριά της και δυτικά του ιερού της Δήμητρας βρίσκεται το αρχαίο θέατρο. Η κατασκευή του τοποθετείται στην ελληνιστική εποχή, πιθανότατα στα χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου Ε΄ (221-179 π.Χ.).

Το ελληνιστικό θέατρο με φόντο τον Όλυμπο
©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Το θέατρο είναι κτισμένο στην πλαγιά χαμηλού φυσικού λόφου και έχει προσανατολισμό βορειανατολικό. Η ορχήστρα, με διάμετρο περίπου 26 μ., ορίζεται από ακάλυπτο πέτρινο αποχετευτικό αγωγό και είχε δάπεδο από πατημένο χώμα. Στον άξονα του θεάτρου και μέσα στην ορχήστρα ένας υπόγειος διάδρομος με δύο θαλάμους, ένα σε κάθε άκρο, ταυτίζεται ασφαλώς με τη «χαρώνεια κλίμακα» των αρχαίων, το σημείο, δηλαδή, από όπου εμφανίζονταν οι ηθοποιοί που υποδύονταν πρόσωπα του Κάτω Κόσμου.

Το κοίλο διέθετε εδώλια από πήλινες πλίνθους. Είναι πιθανό, κατά την ελληνιστική εποχή, επάνω στην τελευταία στρώση πλίνθων να υπήρχε και μαρμάρινη επικάλυψη.

Ελληνιστικό Θέατρο
©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Αντίθετα από το κοίλο, η κατασκευή του σκηνικού οικοδομήματος (σκηνή, προσκήνιο, και παρασκήνια) ήταν περισσότερο προσεγμένη: οι τοίχοι της σκηνής, από ένα ύψος και μετά, καθώς και το προσκήνιο ήταν κατασκευασμένα με μάρμαρο. Το θέατρο μάλλον εγκαταλείφθηκε μετά το 168 π.Χ., λειτούργησε υποτυπωδώς μέχρι τα πρώιμα αυτοκρατορικά χρόνια και μάλλον αχρηστεύθηκε πλήρως με την ανέγερση ρωμαϊκών θεάτρων στο χώρο.

 

Το Ρωμαϊκό Θέατρο

Σε άμεση επαφή με το τέμενος του Ολυμπίου Διός χτίστηκε τον 2ο αι. μ.Χ. ένα δεύτερο θέατρο με πεταλόσχημη ορχήστρα, που η διάμετρός του είναι περίπου 50μ. Το κοίλο στηριζόταν με σφηνοειδείς καμάρες, ενώ τα έδρανα ήταν λίθινα. Η σκηνή του ήταν διακοσμημένη με γλυπτά, από τα οποία βρέθηκε το άγαλμα Ερμή και θραύσματα ενός αγάλματος θωρακοφόρου αυτοκράτορα. Το θέατρο αυτό χτίστηκε πιθανότατα στα χρόνια του Αδριανού, τότε που αρχίζει μία νέα φάση ακμής για το Δίον.

 

Η Κοιμητηριακή Βασιλική

Η κοιμητηριακή βασιλική βρίσκεται έξω από τα τείχη, στην παρυφή ενός παλαιοχριστιανικού νεκροταφείου και χτίστηκε τον 5ο αι. μ.Χ. Κάτω από το ιερό, αλλά και στο αίθριο της βασιλικής υπήρχαν τάφοι χριστιανικοί. Ο ένας ανήκε σε κάποιον πρεσβύτερο Ανδρέα, ένα άλλος ήταν κενοτάφειο, κάποιας ίσως οσίας, της Μάγνας. Σ’ έναν απ’ τους τάφους υπήρχαν τοιχογραφίες με παραδείσια πουλιά ανάμεσα σε πορφυρούς σταυρούς. Στην κόγχη του ιερού βήματος βρέθηκε ο λάκκος του εγκαινίου, τα ίχνη από τα πόδια της Αγίας Τράπεζας και η γυάλινη κανδύλα μαζί με τον χάλκινο σταυρό από τον οποίο ήταν κρεμασμένη.

 

Η πόλη

Μέχρι σήμερα δεν έχουν εντοπιστεί αρχαιολογικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την περίοδο ίδρυσης και τη μορφή της οικιστικής μονάδας που αναπτύχθηκε σε μικρή απόσταση από τα ιερά του Δίου. Ο Θουκυδίδης για να την περιγράψει κάνει χρήση του όρου «πόλισμα», τον οποίο παγίως αποδίδει σε πόλεις της περιφέρειας του Ελληνικού κόσμου ανεξαρτήτως μεγέθους.

Το Δίον οχυρώνεται, οργανώνεται πολεοδομικά με την χάραξη των οδών του αστικού ιστού επί ορθογώνιου καννάβου και αποκτά δημόσια κτήρια μνημειακού χαρακτήρα στο πλαίσιο ενός ευρύτερου και ιδιαίτερα δαπανηρού οικοδομικού προγράμματος που υλοποίησε ο Κάσσανδρος σε όλη την επικράτεια του βασιλείου της Μακεδονίας.

Υποθέτουμε ότι η πόλη διατήρησε σε μεγάλο βαθμό την μορφή της ελληνιστικής περιόδου, ακόμα και μετά την μετατροπή της σε αποικία βετεράνων με το επίσημο όνομα Colonia Iulia Augusta Diensis από τον Οκταβιανό Αύγουστο μετά το 30 π.Χ. Στα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. ή στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. εφαρμόστηκε στο Δίον ένα εκτεταμένο οικοδομικό πρόγραμμα, στο πλαίσιο του οποίου ανανεώθηκαν οι δημόσιοι χώροι της πόλης και νέα μνημειακά συγκροτήματα προστέθηκαν στο δυναμικό της.

Το Δίον διατήρησε την σημασία του οπωσδήποτε έως και τον 6ο αι. μ.Χ και πιθανώς και αργότερα, ως η σημαντικότερη της Πιερίας και έδρα επισκοπής τουλάχιστον από το 343 π.Χ.. Παρά τη συρρίκνωση του intra muros πολεοδομικού ιστού η πόλη προέβαλε τον μνημειακό της χαρακτήρα μέσω τόσο της επιμελημένης κατασκευής του νέου οχυρωματικού της περιβόλου όσο και μέσω νέων κτισμάτων, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχουν οι χριστιανικές βασιλικές της.

 

Η Οχύρωση

Η πρωιμότερη φάση του οχυρωματικού περιβόλου, που έχει ανασκαφεί και υποδειγματικά δημοσιευτεί από την Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου, χρονολογείται στην περίοδο της βασιλείας του Κασσάνδρου (305-298 π.Χ.). Οριοθετούσε μία αμυντική περίμετρο με τετράγωνο σχήμα και μήκος 2.625 μ., η οποία περιέκλειε έκταση 430 στρεμμάτων. Κατά πάσα πιθανότητα ανήκει στον ιδιαίτερα διαδεδομένο τύπο των οχυρώσεων με πλίνθινη ανωδομή επί λίθινης βάσης. Μεγάλος αριθμός τετράγωνων πύργων με ισόγειο δωμάτιο και πιθανώς δύο ορόφους πάνω από το επίπεδο της παρόδου, διατάσσεται συστηματικά ανά 33μ. (100 Δωρικά πόδια). Η σωζόμενη λίθινη βάση των μεταπυργίων, το ύψος των οποίων έφτανε τα 7 μ., συνίσταται από δύο λίθινους θώρακες με εσωτερικό γέμισμα από χώμα, αργούς λίθους και λατύπη. Ο όλος σχεδιασμός χαρακτηρίζεται ως τεχνολογικά εξελιγμένος και υπηρετεί μία στρατηγική, σύμφωνα με την οποία το τείχος δεν αντιμετωπίζεται ως παθητικό εμπόδιο αλλά αποτελεί το αντικείμενο της αμυντικής προσπάθειας, η οποία σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στη δύναμη πυρός που μπορεί να συγκεντρωθεί στους πύργους. Προκειμένου να λειτουργήσει είχε υψηλές απαιτήσεις επάνδρωσης από στρατιωτικό προσωπικό με επαγγελματικό επίπεδο εκπαίδευσης και εξοπλισμού (καταπέλτες), οι οποίες ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δυνατότητες μίας πολιτοφυλακής και επομένως μπορούσαν να καλυφθούν μόνο από τον όγκο και την ισχύ του μακεδονικού στρατού. Πράγματι, οι πηγές μαρτυρούν ότι το Δίον λειτούργησε επανειλημμένα ως στρατιωτική βάση του μακεδονικού βασιλείου για την οργάνωση της άμυνας σε περίπτωση εισβολής από το νότο.

Η οχύρωση του Κασσάνδρου καταστρέφεται από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ., επιδιορθώνεται, ωστόσο, και αποκαθίσταται άμεσα πριν το 197 π.Χ. Μετά την ήττα του Περσέα εγκαταλείφθηκε και σταδιακά κατέρρευσε, για να χαθεί τελικά κάτω από τους όγκους του χώματος που προέκυψαν από τη διάβρωση της πλίνθινης ανωδομής του.

Το Δίον οχυρώθηκε εκ νέου περί τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ., πιθανώς συγχρόνως με τη Θεσσαλονίκη και ξανά κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Η τελευταία αυτή οχύρωση που περιέβαλε μία έκταση μόλις 160 στρεμμάτων στη νοτιοδυτική γωνία της πόλης καταστράφηκε ξαφνικά, πιθανώς από σεισμό, στις αρχές του 5ου αι. μ.Χ. και ουδέποτε επισκευάστηκε παρότι η ζωή στην πόλη συνεχίστηκε κανονικά κατά τον 6ο αι. μ.Χ.

 

Δημόσιοι χώροι, κτήρια & υποδομές

Λίγες είναι οι γνώσεις μας για την διαμόρφωση του δημοσίου χώρου της μακεδονικής πόλης. Η αγορά της πιθανώς καταλάμβανε τον ίδιο χώρο στον οποίο αναπτύχθηκε αργότερα το Forum ρωμαϊκής πόλης, ενώ η περίφημη φέροπλος ζωφόρος (μνημείο των ασπίδων) ανήκε αρχικά σε ένα δημόσιο κτήριο με μεγάλες διαστάσεις και μνημειακή διαμόρφωση, πιθανώς το βουλευτήριο.

Το μνημείο των ασπίδων
©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Στα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. ένα εκτεταμένο οικοδομικό πρόγραμμα ανανέωσε το αρχιτεκτονικό πλαίσιο του αστικού περιβάλλοντος της πόλης, σύμφωνα με τα καθιερωμένα πρότυπα της σύγχρονης ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Ο δημόσιος χώρος οργανώθηκε εκατέρωθεν του κεντρικού δρόμου της πόλης. Το Forum της πόλης έλαβε τη μορφή μιας περίστυλης πλακόστρωτης πλατείας, γύρω από την οποία διατάσσονταν δημόσια γραφεία, καταστήματα και ιερά. Την ανατολική πλευρά της πλατείας καταλάμβανε μια ρωμαϊκή κοσμική βασιλική με τρία κλίτη. Σε άμεση επαφή και επικοινωνία με αυτή βρισκόταν ένας τετράγωνος χώρος με λίθινες βάσεις για ξύλινα έδρανα, ο οποίος ταυτίστηκε με την curia (βουλή) της πόλης. Στην απέναντι δυτική πλευρά της πλατείας κεντρική θέση καταλάμβανε ένα δωρικό, πρόστυλο, μονόχωρο κτήριο με ψηφιδωτό δάπεδο και γραπτό διάκοσμο που μιμείται ορθομαρμάρωση, το οποίο έχει ταυτιστεί με ναό για την τέλεση της αυτοκρατορικής λατρείας (Σεβαστείο).

Το ρωμαϊκό Ωδείο των μεγάλων θερμών
©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Στα νότια του Forum οικοδομήθηκε το συγκρότημα των μεγάλων Θερμών –ένα από τα δέκα ανάλογα συγκροτήματα που έχουν ανασκαφεί- το οποίο εκτός από τις πολυτελείς και πλούσια διακοσμημένες με ψηφιδωτά δάπεδα και έργα γλυπτικής λουτρικές εγκαταστάσεις, διέθετε χώρους λατρείας, ένα μικρό στεγασμένο θέατρο (Ωδείο), καταστήματα και δημόσιες τουαλέτες (Βεσπασιανές).

Μεγάλες Θέρμες της Αγοράς
©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Από τον 4ο αι. μ.Χ. κεντρικό ρόλο στο δημόσιο βίο των πόλεων της αυτοκρατορίας καταλαμβάνουν οι χώροι λατρείας της νέας επίσημης κρατικής θρησκείας. Η κεντρική βασιλική του Δίου, έδρα του επισκόπου της πόλης, οικοδομήθηκε το δεύτερο μισό του 4ου αι π.Χ., για να καταστραφεί λίγο αργότερα από σεισμό. Οικοδομήθηκε ξανά λίγο μεγαλύτερη ακριβώς στην ίδια ακριβώς θέση και συνέχισε τη λειτουργία της σε όλη τη διάρκεια του 6ου αι. μ.Χ.

 

Ο ιδιωτικός χώρος

Οι οικίες που έχουν ανασκαφεί και ερευνηθεί στο Δίον αποτελούν το προϊόν των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατά τα τέλη του 2ου και το α’ μισό του 3ου αι. μ.Χ. Οικοδομήθηκαν από μία εύπορη και ισχυρή ελίτ, η οποία αντιλαμβανόταν την κατοικία όχι αποκλειστικά ως ιδιωτικό χώρο αλλά προπάντων ως συνισταμένη του δημόσιου βίου και ως μέσο προβολής του κοινωνικού της κύρους.

Η έπαυλη του Διονύσου
©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Τα μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα (οικίες Ευβούλου, Διονύσου, Ζωσά, Λήδας, Αθηνάς, Επιγένους, οικία στον τομέα Βρύση Παππά) που έχουν εντοπιστεί χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη πολυτέλεια. Η κάτοψη τους παρότι δεν ανατρέχει σε κάποιο συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό τύπο, ενσωματώνει τα κύρια στοιχεία των αστικών οικιών της περιόδου· μία στεγασμένη αυλή με δεξαμενή (αίθριο), η οποία συχνά συνδυάζεται με περιστύλιο.

Οι ιδιωτικές οικίες του Δίου κατοικήθηκαν ανελλιπώς για δύο αιώνες και όσες από αυτές βρίσκονται πλησίον του Forum για πολύ περισσότερο.

Λεπτομέρεια ψηφιδωτού από τη λεγόμενη οικία του Ζωσά
©️ Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας

Νεκροταφεία

Τα νεκροταφεία του Δίου αναπτύχθηκαν στα βόρεια, τα δυτικά και τα νότια της οχυρωμένης πόλης. Οι παλαιότερες ταφές ανάγονται στον 5ο αι. π.Χ. και προέρχονται από το βόρειο νεκροταφείο της πόλης, το οποίο χρησιμοποιήθηκε συνεχώς έως την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο. Το λεγόμενο Δυτικό νεκροταφείο χρησιμοποιήθηκε κυρίως κατά τον 4ο αι. π.Χ. και την Ελληνιστική περίοδο. Μετά την επικράτηση του χριστιανισμού και την εγκατάλειψη των παλαιών ιερών της εθνικής θρησκείας ένα νέο νεκροταφείο με πυκνή διάταξη τάφων αναπτύχθηκε στα νότια, όπου τον 5ο αι. μ.Χ. οικοδομήθηκε μία κοιμητηριακή βασιλική.

Μακεδονικοί τάφοι κατά την Ελληνιστική περίοδο, ευμεγέθη κτίσματα, πολυτελείς σαρκοφάγοι και ορθογώνιοι βωμοί κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο είναι οι ταφικές κατασκευές που οικοδομούνται από τα μέλη των ισχυρότερων τάξεων του Δίου, για να χρησιμεύσουν ως μέσα προβολής κοινωνικής προβολής. Οι απλοί άνθρωποι ενταφιάζονται σε απλούστερους τύπους τάφων. Οι τάφοι σημαίνονται με επιτύμβιες στήλες, οι ελληνικές ή λατινικές επιγραφές των οποίων παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την πληθυσμιακή σύνθεση της πόλης. Κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο οι τάφοι σημαίνονται με απλές λίθινες πλάκες οι οποίες φέρουν εγχάρακτο το σύμβολο του σταυρού.

 

Κείμενο: Σοφία Κουλίδου, MSc Αρχαιολόγος & Χρήστος Σπανοδήμος, ΜΑ Αρχαιολόγος στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Πιερίας

Exit mobile version