Το σημείο εύρεσης του θωρακοφόρου αγάλματος, εντοιχισμένου σε τοίχο μεταγενέστερου κτιρίου
Ο κορμός είναι σχεδόν πανομοιότυπος με έναν άλλο που βρέθηκε παλαιότερα εντοιχισμένος στον βυζαντινό πύργο του Μαρμαρίου στην Αμφίπολη, με κοινή ανάγλυφη διακόσμηση, η οποία ταυτίζει τη μορφή με τον αυτοκράτορα Αύγουστο. Ο Αύγουστος είχε τιμηθεί από την πόλη ως σωτήρας και κτίστης, όπως μαρτυρείται και από τιμητική επιγραφή σε μαρμάρινο βάθρο στην εξωτερική όψη της πύλης Δ΄, της μοναδικής πύλης στη νότια πλευρά των τειχών της Αμφίπολης.
Ο θωρακοφόρος στα εργαστήρια του Μουσείου Αμφίπολης
Το 2022 η ανασκαφή επικεντρώθηκε στην αποκάλυψη του ρωμαϊκού κτηρίου με τοίχους από αδρούς λίθους, οπτόπλινθους και ισχυρό ασβεστοκονίαμα, το οποίο βρίσκεται δυτικά του νάρθηκα της παρακείμενης πρωτοβυζαντινής Βασιλικής Γ΄.
Έως τώρα διαμορφώνεται η εικόνα ενός επιμήκους κτίσματος πλάτους 4,50 μ. και μήκους τουλάχιστον 8,5 μ., χωρίς να έχει ακόμα αποκαλυφθεί στο σύνολό του, καθώς συνεχίζεται προς Βορράν, εκτός της ανασκαπτόμενης περιοχής. Στις εσωτερικές παρειές των τοίχων υπάρχουν τετράπλευρες οπές, πιθανότατα για την τοποθέτηση δοκαριών. Κάτω από το στρώμα των καταπεσμένων κεραμίδων στέγης αποκαλύφθηκαν σιδερένια εξαρτήματα που παραπέμπουν σε θύρα ή σε καταπακτή. Το τμήμα του στρώματος καταστροφής που ανασκάφτηκε φέτος περιείχε πλήθος ακέραιων αγγείων, τα οποία χρονολογούνται στον 2ο και 3ο αι. μ.Χ.
Πρόκειται για αγγεία αποθήκευσης, πιθόσχημα και μεγάλους αμφορείς, αλλά και μικρότερα επιτραπέζια αγγεία καθημερινής χρήσης, χύτρες, πινάκια και πρόχους, όλα τοποθετημένα προσεκτικά κατά μήκος του νότιου τοίχου. Είναι χαρακτηριστικό ότι μερικές τριφυλλόστομες πρόχοι διασώθηκαν άθικτες. Το κτήριο σταμάτησε να χρησιμοποιείται πιθανότατα στα πρωτοβυζαντινά χρόνια, όταν αγωγός για την απορροή των υδάτων από τον νάρθηκα της παρακείμενης Βασιλικής κατέστρεψε τμήμα του. Η ανασκαφή του κτηρίου, ο χαρακτήρας του οποίου, δημόσιος ή ιδιωτικός, δεν έχει ακόμη διευκρινισθεί, θα συνεχιστεί και την επόμενη ανασκαφική περίοδο.
Το πενταετές ερευνητικό πρόγραμμα χρηματοδοτείται από ανασκαφικό κονδύλι του τακτικού προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου Πατρών και από οικείους πόρους της ΕΦΑ Σερρών.