Από τη Γερμανία του 17ου αιώνα, αμείλικτα χτυπημένη από πολέμους και ασθένειες, σώζεται πληθώρα τυπωμένων επικηδείων λόγων. Οι λόγοι αυτοί, που εκφωνούνταν από τον πάστορα πάνω από το ανοικτό φέρετρο ως εκπορευόμενοι από τον νεκρό, όφειλαν, ακολουθώντας τη λουθηρανική γραμμή, να έχουν στραμμένη τη ματιά τους στην αιώνια ζωή.
Η παρηγοριά των ζωντανών όμως, όπως παραδέχεται και η λουθηρανική θεολογία της εποχής, δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη διακήρυξη του χαρμόσυνου μηνύματος του Παραδείσου. Στη μουσική που συνοδεύει πολλούς από τους λόγους αυτούς για τους διαφόρους επιφανείς άνδρες και γυναίκες της εποχής, συχνά τονίζεται το στοιχείο της θλίψης και του θρήνου, και υπερισχύει η απαξίωση των επίγειων αγαθών σε σχέση με την προσμονή τής μετά θάνατον ζωής. Έτσι οι συνθέτες του γερμανικού μπαρόκ δράττονται της ευκαιρίας να χρησιμοποιήσουν τα εκφραστικά μέσα της λεγόμενης seconda pratica, άρτι αφιχθείσας από την Ιταλία, για να εκφράσουν τον αμέτρητο πόνο που φέρνει ο θάνατος αγαπημένων προσώπων.
Στη συναυλία Threnodiæ Germanicæ θα παρουσιαστεί μια σύντομη ανθολογία τέτοιων γερμανικών θρηνωδιών, σε διαφορετικά ύφη, από όλο τον γερμανόφωνο χώρο. Από τις φωνές θα ακουστούν οι ήχοι της ιδιαίτερης, γλυκιάς προφοράς των γερμανικών, που μαρτυρεί περί το 1650 ο Κριστόφ Μπέρνχαρντ στη διατριβή του για το τραγούδι «Von der Singekunst oder Manier». Τους οκτώ τραγουδιστές της διπλής τετράφωνης χορωδίας θα συνοδεύσουν δύο τετράφωνες «χορωδίες» εγχόρδων και χάλκινων πνευστών κατά την πρακτική της εποχής, με το κορνέτο και τις βιόλες ντα γκάμπα που τόσο εκφραστικά μιμούνται και δένουν με την ανθρώπινη φωνή.
Συμμετέχουν οι Cantores Sancti Pauli και οι The Clerkes Extraordinarie. Τραγούδι, τσέμπαλο, μουσική διεύθυνση Ιάσων Μαρμαράς.
Cantores Sancti Pauli
Το επαγγελματικό φωνητικό σύνολο της Scholae Cantorum Sancti Pauli (Σχολής Μελωδών του Αγίου Παύλου), με ιδρυτή τον Ιάσονα Μαρμαρά το 2016, τραγουδάει μουσική από την Αναγέννηση και το Μπαρόκ, χρησιμοποιώντας ιστορικές τεχνικές στολισμού και αυτοσχεδιασμού, ιστορική προφορά, και διαβάζοντας από ιστορική σημειογραφία. Εξερευνά ηχοχρώματα που, αγγίζοντας και συχνά ξεπερνώντας τα όρια του «κλασικού τραγουδιού», αναδεικνύουν την εγγενή πολυχρωμία της αναγεννησιακής και μπαρόκ πολυφωνικής γραφής. Οι Cantores, ή αλλιώς Μελωδοί του Αγίου Παύλου, τραγουδούν τακτικά Εσπερινούς και λειτουργίες σύμφωνα με αναγεννησιακά τυπικά στις δυτικές εκκλησίες της Αθήνας.
The Clerkes Extraordinarie
Το διεθνές μουσικό σύνολο των «έκτακτων ή εξαιρετικών κληρικών» παίρνει το όνομά του από τους έκτακτους μουσικούς («λαϊκούς κληρικούς», δηλαδή μουσικούς που συμμετείχαν στις λειτουργίες χωρίς να ανήκουν στον κλήρο) οι οποίοι προσλαμβάνονταν από τις εκκλησίες της ελισαβετιανής Αγγλίας για ιδιαίτερες περιστάσεις που απαιτούσαν τη διεύρυνση του μόνιμου δυναμικού τους. Προσεγγίζουν τη μουσική της Αναγέννησης και του Μπαρόκ με ιδιαίτερη φροντίδα στα πλούσια εκφραστικά ηχοχρώματα των οργάνων εποχής και την αντιπαράθεση και τον συνδυασμό τους με τις φωνές, καθώς και στις ηχοχρωματικές και εκφραστικές δυνατότητες του στολισμού και του αυτοσχεδιασμού.
Ιάσων Μαρμαράς
Παίζει ιστορικά πληκτροφόρα, τραγουδά και διευθύνει μουσικά σύνολα, με ιδιαίτερη αγάπη στην ιστορική ερμηνεία και τον αυτοσχεδιασμό. Έχει βραβευτεί ως αυτοσχεδιαστής, τσεμπαλίστας σε σύνολα μουσικής δωματίου, και ως αυτοσυνοδευόμενος τραγουδιστής στο φορτεπιάνο, ενώ συνεργάζεται με την Καμεράτα / Armonia Atenea και την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, καθώς και με τη La Risonanza στην Ιταλία, την Cappella Pratensis στην Ολλανδία και το Ensemble Las Huelgas στο Βέλγιο. Έχει εμφανιστεί ως μονωδός, τσεμπαλίστας και μουσικός διευθυντής σε Ελλάδα και εξωτερικό. Σπούδασε τσέμπαλο και διεύθυνση από το τσέμπαλο, καθώς και τραγούδι Παλαιάς μουσικής στο Βασιλικό Κονσερβατόριο της Χάγης, καθώς και ιστορική θεωρία της μουσικής και σύνθεση στη Schola Cantorum Basiliensis. Διδάσκει αυτοσχεδιασμό στο Institut für Alte Musik του Μουσικού Πανεπιστημίου της Βιέννης.
Ιερός Καθολικός Καθεδρικός Ναός Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη
Ο Καθολικός Καθεδρικός Ναός του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη βρίσκεται στη συμβολή της λεωφόρου Πανεπιστημίου με την οδό Ομήρου στην Αθήνα, δίπλα ακριβώς στο περίτεχνο κτίριο του Οφθαλμιατρείου Αθηνών. Αποτελεί έδρα του Καθολικού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και είναι αφιερωμένος στον Άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη, μαθητή του Αποστόλου Παύλου και πρώτο επίσκοπο των Αθηνών. Άρχισε να χτίζεται το 1853 από τον φημισμένο Γερμανό αρχιτέκτονα Λέο φον Κλέντσε, ενώ κατά την εκτέλεση του έργου τα σχέδια τροποποιήθηκαν από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Λύσανδρο Καυταντζόγλου. Αν και ημιτελής, ο ναός λειτούργησε για πρώτη φορά το 1865. Τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα έγιναν αρκετές προσθήκες, ενώ το 1960 επιχειρήθηκε μια πρώτη ανακαίνιση. Την περίοδο 1992-1998 πραγματοποιήθηκε πλήρης εξωτερική και εσωτερική αποκατάσταση. Σήμερα ο ναός αποτελεί πόλο έλξης τόσο για τους κατοίκους των Αθηνών, καθολικούς και μη, όσο και για πολυάριθμα γκρουπ προσκυνητών και τουριστών από όλο τον κόσμο.