Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ανοίγει ο δημοφιλής κύκλος Μεγάλες Ορχήστρες-Μεγάλοι Μαέστροι, με μια πρωτότυπη συμφωνική τετραλογία, τον φετινό Οκτώβριο.
Ο θρυλικός αρχιμουσικός Daniel Barenboim και η Berlin Staatskapelle , μια από τις καλύτερες ορχήστρες του κόσμου, έρχονται στo Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για να παρουσιάσουν σε τέσσερις βραδιές και τις τέσσερις Συμφωνίες του Γιοχάννες Μπραμς και του Ρόμπερτ Σούμαν, την Τετάρτη 27, την Παρασκευή 29, το Σάββατο 30 και την Κυριακή 31 Οκτωβρίου, στις 20.30 στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης. Μέσα από αυτό το συναυλιακό τετράπτυχο ο πολυβραβευμένος μαέστρος και το ιστορικό ευρωπαϊκό σύνολο τιμούν με τον δικό τους μουσικό τρόπο όχι μόνο δύο από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες της ρομαντικής μουσικής αλλά και μια σημαντική επέτειο για το Μέγαρο, τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την ίδρυσή του.
Το πρόγραμμα ανά ημέρα
Σε κάθε συναυλία παρουσιάζεται από μία Συμφωνία του κάθε συνθέτη. Συγκεκριμένα:
Τετάρτη 27.10
Ρόμπερτ Σούμαν: Συμφωνία αρ. 1 σε σι ύφεση μείζονα, έργο 38, «της Άνοιξης» (30΄)
Γιοχάννες Μπραμς: Συμφωνία αρ. 1 σε ντο ελάσσονα, έργο 68 (48΄)
Παρασκευή 29.10
Ρόμπερτ Σούμαν: Συμφωνία αρ. 2 σε ντο μείζονα, έργο 61 (40΄)
Γιοχάννες Μπραμς: Johannes Brahms: Συμφωνία αρ. 2 σε ρε μείζονα, έργο 73 (40΄)
Σάββατο 30.10
Ρόμπερτ Σούμαν: Συμφωνία αρ. 3 σε μι ύφεση μείζονα, έργο 97, «του Ρήνου» (35΄)
Γιοχάννες Μπραμς: Συμφωνία αρ. 3 σε φα μείζονα, έργο 90 (33΄)
Κυριακή 31.10
Ρόμπερτ Σούμαν: Συμφωνία αρ. 4 σε ρε ελάσσονα, έργο 120 (32΄)
Γιοχάννες Μπραμς: Συμφωνία αρ. 4 σε μι ελάσσονα, έργο 98 (42΄)
Κλείστε θέση εδώ.
Δύο συνθέτες, τέσσερις συμφωνίες
Ρόμπερτ Σούμαν
Η δεκαετία 1841-1851 υπήρξε η πιο παραγωγική, από συνθετικής άποψης, για τον Ρόμπερτ Σούμαν (1810-1856), o οποίος άσκησε μεγάλη επιρροή σε πολλούς μεταγενέστερους ομότεχνούς του. Τη συγκεκριμένη δεκαετία αφοσιώθηκε στη σύνθεση τραγουδιών, μουσικής δωματίου και ορχηστρικών έργων, τα οποία, επί της ουσίας, αποτελούν τη μετεξέλιξη της πιανιστικής δουλειάς του και αφομοιώνουν στοιχεία της μπετοβενικής παρακαταθήκης.
Η Πρώτη Συμφωνία «της Άνοιξης» (1841), που ο Σούμαν συνέθεσε πάνω στο «Ποίημα της άνοιξης» του Άντολφ Μπαίτγκερ, με την ενθάρρυνση και προτροπή της συζύγου του Κλάρας, πρωτοπαρουσιάστηκε στη Λειψία με τον Φέλιξ Μέντελσον στο πόντιουμ, αλλά δεν έτυχε της ενθουσιώδους υποδοχής που ανέμενε ο δημιουργός της.
Η Συμφωνία αρ. 2 εκδόθηκε έξι χρόνια μετά και είναι αφιερωμένη στον Όσκαρ Α΄, βασιλιά της Σουηδίας και της Νορβηγίας. Ο συνθέτης τελείωσε τα πρώτα σκίτσα στα 1845, αλλά δυσκολεύτηκε με την ενορχήστρωσή της λόγω της ψυχικής του αστάθειας και της κακής του υγείας, οι οποίες ωστόσο δεν υπονόμευσαν το ύφος της, που διαπνέεται από φανερή αισιοδοξία και βαθύ λυρισμό. Η πρεμιέρα της δόθηκε στα 1845 και πάλι από τη Γκεβάντχαους της Λειψίας, με μαέστρο τον Μέντελσον. Απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα κατά τον 20ό αιώνα, οπότε και αναγνωρίστηκαν η ασυνήθιστη δομή της και η αξία του Ρόμπερτ Σούμαν ως συμφωνιστή.
Η Τρίτη Συμφωνία «του Ρήνου» γράφτηκε στα 1850, ύστερα από ένα ήρεμο και ευχάριστο ταξίδι του συνθέτη με τη σύζυγό του στη Ρηνανία, η ατμόσφαιρα του οποίου αναβιώνει μέσα από τη μουσική του έργου. Παρουσιάστηκε σε πρώτη εκτέλεση το 1851 στο Ντύσελντορφ, με τον συνθέτη στη διεύθυνση ορχήστρας, αλλά έγινε δεκτή με ανάμικτα συναισθήματα από το ακροατήριο και τους κριτικούς.
Ο Σούμαν επεξεργάστηκε την πρώτη εκδοχή της Συμφωνίας αρ. 4 στα 1841, αλλά, λόγω της μέτριας απήχησής της, προχώρησε σε εκτενείς αλλαγές για να καταλήξει δέκα χρόνια αργότερα στην τελική εκδοτική μορφή της παρτιτούρας που γνωρίζουμε σήμερα. Στην πρεμιέρα, τον Δεκέμβριο του 1851, την ερμήνευσε η Oρχήστρα Gewandhaus της Λειψίας, αλλά την παράσταση τελικά έκλεψε ο Φραντς Λιστ, ο οποίος είχε δεχτεί να εμφανιστεί μαζί με την Κλάρα Βικ σε πιανιστικό ντουέτο. Το παράδοξο είναι ότι, αν και η ασυνήθιστη φόρμα του έργου μάλλον προκάλεσε σύγχυση στο κοινό, οι κριτικοί το αντιμετώπισαν μάλλον θετικά.
Γιοχάννες Μπραμς
Ο Γιοχάννες Μπραμς (1833-1897) ήταν 44 ετών, όταν ολοκλήρωσε την Πρώτη του Συμφωνία, την οποία είχε αρχίσει σε νεανική ηλικία (1854), αλλά εγκατέλειψε για μεγάλο χρονικό διάστημα υπό τη σκιά της απήχησης του συμφωνικού έργου του Μπετόβεν και του Σούμαν. Αν και χρειάστηκαν πάνω από δύο δεκαετίες για να την τελειώσει (1876), η επιτυχία της ήταν εντυπωσιακή. Αρκετοί κριτικοί μάλιστα, διαπιστώνοντας τις συνάφειες της γραφής του Μπραμς με εκείνη του Μπετόβεν, επονόμασαν τη Συμφωνία αρ. 1 «Δεκάτη»!
Aντιθέτως, η απολαυστική Συμφωνία αρ. 2 γράφτηκε πολύ πιο γρήγορα, το καλοκαίρι του 1877, στην Αυστρία. Έπειτα από λίγους μήνες παρουσιάστηκε στο ενθουσιώδες βιεννέζικο κοινό, το οποίο μαγεύτηκε από το ανάλαφρο και εύθυμο ύφος της.
Η «υπερβολικά διάσημη», κατά τον Μπραμς, Τρίτη Συμφωνία, είναι το μοναδικό έργο που συνέθεσε ο μεγάλος Γερμανός μουσουργός το 1883. Και οι Βιεννέζοι την καταχειροκρότησαν, όταν την ερμήνευσε τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς η Φιλαρμονική της αυστριακής πόλης. Σύντομα θα παιζόταν σε ολόκληρη την Ευρώπη και λίγο αργότερα θα ταξίδευε πέρα από τον Ατλαντικό για να κατακτήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο μαέστρος Χανς Ρίχτερ την αποκάλεσε «Ηρωική» λόγω της εύρωστης δομής της και του αισιόδοξου χαρακτήρα της που θυμίζει την ομώνυμη συμφωνία του Μπετόβεν.
Δύο χρόνια μετά, πάντοτε στην Αυστρία, ο Γιοχάννες Μπραμς καταπιάνεται με τη σύνθεση της Συμφωνίας αρ. 4, η παρτιτούρα της οποίας λίγο έλειψε να γίνει στάχτη, όταν έπιασε φωτιά το σπίτι στο οποίο έμενε ο συνθέτης! Με το αυτό το ελεγειακό ορχηστρικό έργο, ο Μπραμς επιστρέφει στις κλασικιστικές φόρμες και αποδίδει τον δικό του φόρο τιμής στον Μπαχ. Ο συνθέτης ανεβαίνει για πρώτη φορά στο πόντιουμ, στα 1885 στο Μάινινγκεν, για να τη διευθύνει ο ίδιος στην πρεμιέρα της. Περιέργως, όμως, μια άλλη πρεμιέρα της Τέταρτης θα αφήσει εποχή: η πρώτη της εκτέλεση στη Λειψία. Ένας πραγματικός θρίαμβος για τον Μπραμς που έκανε το κοινό να παραληρεί.
Οι εμφανίσεις της Staatskapelle Berlin στο Μέγαρο υπό τον Daniel Barenmboim πραγματοποιούνται με τη χορηγία της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρίας Πολιτιστικού και Κοινωφελούς Έργου ΑΙΓΕΑΣ.