Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών συναντά τον Μανουέλ ντε Φάγια στην Ακαδημία Πλάτωνος, όπου θα συμπράξει με την καταξιωμένη μεσόφωνο Ινές Ζήκου, υπό τον ανερχόμενο Κορνήλιο Μιχαηλίδη.
Το συνθετικό έργο του Μανουέλ ντε Φάγια αποτελεί ορόσημο στην ευρύτερη διάδοση του ιδιαίτερου ισπανικού μουσικού χρώματος. Ο Ντε Φάγια, καταγόμενος από την πλευρά του πατέρα του από την Ανδαλουσία και από την πλευρά της μητέρας του από την Καταλονία, πέτυχε να αφομοιώσει δημιουργικά τα αραβικά στοιχεία της μουσικής του μαυριτανικού νότου και τα πιο ζωντανά και διαυγή στοιχεία του Βορρά αντίστοιχα. Μέσα στα χρόνια της παραμονής του στο Παρίσι, ο ντε Φάγια διαφοροποιήθηκε από τους συμπατριώτες του – Ισαάκ Αλμπένιθ και Ενρίκε Γρανάδος – καθώς χειρίστηκε το ισπανικό φολκλορικό ιδίωμα με ένα πολύ προσωπικό τρόπο. Επηρεαζόμενος από τα ενορχηστρωτικά επιτεύγματα της ιμπρεσιονιστικής μουσικής κατόρθωσε να αντλήσει από αυτό την ουσία των μελωδιών και των ρυθμών χωρίς να αποσκοπεί στη μίμηση της παραδοσιακής μουσικής αλλά σε μία ολοζώντανη μουσική της μεταφορά σε ένα υψηλότερο –και οικουμενικό- επίπεδο δημιουργίας.
Πρόγραμμα:
Σουίτα από το μπαλέτο «Ο Μάγος Έρωτας»
Εισαγωγή και σκηνή
Στην σπηλιά
Χορός του τρόμου
Ο μαγικός κύκλος
Τελετουργικός χορός της φωτιάς
Παντομίμα
Χορός του ερωτικού παιχνιδιού
Φινάλε – οι καμπάνες της αυγής
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914) ο ντε Φάγια επέστρεψε στη Μαδρίτη. Η γνωστή τσιγγάνικης καταγωγής χορεύτρια φλαμένγκο της εποχής Πάστορα Ιμπέριο (αργότερα γνωστή με το προσωνύμιο «η αυτοκράτειρα των ισπανικών χορών») ζήτησε από τον θεατρικό συγγραφέα Γκρεγκόριο Μαρτίνεθ Σιέρρα να γράψει για εκείνη ένα σκηνικό έργο με χορό και τραγούδι. Την μουσική επένδυση του έργου ανέλαβε ο ντε Φάγια, ο οποίος ξεκίνησε να εργάζεται πυρετωδώς από το Νοέμβριο του 1914· το διάστημα σύνθεσης του έργου, που ονομάστηκε «Ο Μάγος Έρωτας», έμελλε να είναι μία από τις πιο ευτυχισμένες περιόδους της ζωής του συνθέτη. Η πρεμιέρα της πρώτης εκδοχής του έργου, που γράφτηκε για ένα μικρό ορχηστρικό σύνολο οκτώ οργάνων, δόθηκε στις 15 Απριλίου 1915 στο Teatro Lara της Μαδρίτης με την Πάστορα Ιμπέριο στον πρωταγωνιστικό ρόλο και υπό τη διεύθυνση του Χοσέ Μορένο Μπαλεστέρος, χωρίς να σημειώσει επιτυχία. Δέκα χρόνια αργότερα, ο συνθέτης το επεξεργάστηκε περαιτέρω μεταγράφοντάς το ως μπαλέτο για μεγάλη συμφωνική ορχήστρα και με αυτή τη μορφή το έργο γνώρισε έναν πραγματικό θρίαμβο.
Η υπόθεσή του είναι αρκετά απλή: η όμορφη τσιγγάνα Καντέλας ερωτεύεται τον Καρμέλο αλλά εμπόδιο στη σχέση τους στέκεται το φάντασμα του νεκρού πρώην εραστή της, που στοιχειώνει τους δύο νέους. Η Καντέλας επιδίδεται σε μαγικές τελετές προκειμένου να διώξει το φάντασμα αλλά χωρίς επιτυχία. Τότε, καθώς θυμάται πως ο εραστής της είχε αδυναμία στις όμορφες νεαρές, επιστρατεύει τη φίλη της Λουτσία να τον ξελογιάσει. Το τέχνασμα λειτουργεί και η Καντέλας με τον Καρμέλο δίνουν επιτέλους το πρώτο τους φιλί, που διώχνει οριστικά το φάντασμα από τη ζωή τους.
Ορισμένα από τα μέρη του μπαλέτου έχουν διαγράψει τη δική τους αυτόνομη πορεία στις συναυλιακές αίθουσες, όπως ο Χορός του τρόμου, ο Χορός του ερωτικού παιχνιδιού και φυσικά ο πλέον διάσημος και δυναμικός Χορός της φωτιάς, παγκοίνως γνωστός και από την πιανιστική του μεταγραφή από τον συνθέτη για τον Άρθουρ Ρουμπινστάιν. Παρά τον πρόδηλο ισπανικό χαρακτήρα της μουσικής, σε κανένα σημείο δεν ακούγεται ένα πραγματικό ταμπουρίνο, μία καστανιέτα ή μία κιθάρα, αν και υπό μία έννοια η αίσθησή τους είναι διαρκώς παρούσα. Αυτό συνιστά και την επιτυχία της μουσικής: προκαλεί μία αίσθηση πιο ζωντανή από την ίδια την πραγματικότητα.
Ο κυβερνήτης και η μυλωνού (El Corregidor y la Molinera) – παντομίμα σε δύο σκηνές (πρώτη εκδοχή του μπαλέτου Το Τρίκωχο Καπέλο)
Το 1917 ο διάσημος ιμπρεσάριος Σεργκέι Ντιάγκιλεφ ταξίδεψε στην Ισπανία, όπου γνώρισε τον Μανουέλ ντε Φάγια, ακόμα τότε σχετικά άγνωστο εκτός της χώρας του. Στη Μαδρίτη ο Ντιάγκιλεφ και ο χορογράφος Λεονίντ Μασίν, παρακολούθησαν την πρεμιέρα μίας παντομίμας με τίτλο Ο κυβερνήτης και η μυλωνού, που βασιζόταν σε σενάριο του Γκρεγκόριο Μαρτίνεθ Σιέρρα πάνω στη νουβέλα του Πέδρο δε Αλαρκόν Το τρίκωχο καπέλο (1874). Ενθουσιασμένοι από την μουσική του έργου, που είχε γράψει ο ντε Φάγια για ένα μικρό ορχηστρικό σύνολο, Ντιάγκιλεφ και Μασίν έπεισαν τον συνθέτη να μεταμορφώσει το έργο σε μπαλέτο και τη μουσική για πλήρη συμφωνική ορχήστρα. Κάπως έτσι προέκυψε το Τρίκωχο καπέλο, η πρεμιέρα του οποίου δόθηκε στις 22 Ιουλίου 1919 στο θέατρο Αλάμπρα του Λονδίνου από τα Ρωσικά Μπαλέτα σε χορογραφία του Μασίν. Την μουσική διεύθυνση ανέλαβε ο Ερνέστ Ανσερμέ, ενώ το σχεδίασμα κοστουμιών και σκηνικών υπέγραψε ο Πάμπλο Πικάσο. Η επιτυχία του μπαλέτου ήταν τεράστια και καθιέρωσε σε διεθνές επίπεδο τον συνθέτη, ο οποίος λίγο καιρό μετά σχηματοποίησε δύο συμφωνικές σουίτες με τα χαρακτηριστικότερα μέρη από τις δύο πράξεις του μπαλέτου αντίστοιχα.
Με την έναρξη της παντομίμας παρακολουθούμε έναν μυλωνά, που δουλεύει στον μύλο μαζί με την όμορφη γυναίκα του. Ο τοπικός κυβερνήτης (γκροτέσκο σόλο του φαγκότου) περνά και θαμπώνεται από την ομορφιά της μυλωνούς. Ο αξιωματούχος, που φορά τρίκωχο καπέλο (σύμβολο της εξουσίας του), προσπαθεί να κερδίσει τη συμπάθεια της γυναίκας. Εκείνη τον δελεάζει χορεύοντας ένα αισθησιακό φαντάνγκο, χωρίς όμως να ενδώσει. Ο κυβερνήτης φεύγει ηττημένος, ενώ το αντρόγυνο μένει να χορεύει το φαντάνγκο. Με το ξεκίνημα της δεύτερης σκηνής μεταφερόμαστε σε έναν εορταστικό χορό (Σεγιδίγια) των ντόπιων κατοίκων. Η μυλωνού χορεύει με τον άντρα της τον στιβαρό χορό της Ανδαλουσίας Φαρούκα. Όμως η αστυνομία συλλαμβάνει τον μυλωνά κατ’ εντολή του κυβερνήτη. Ο κυβερνήτης διεκδικεί εκ νέου τη γυναίκα αλλά πέφτει στον μύλο και βρέχεται. Σειρά χιουμοριστικών απρόοπτων οδηγεί σε σύγχυση των ταυτοτήτων των δύο ανδρών. Η παρεξήγηση τελικά λύνεται, το αντρόγυνο συμφιλιώνεται και ο κυβερνήτης αποχωρεί υπό τις κοροϊδίες των συγχωριανών, που χορεύουν την πανηγυρική, αραγονέζικη Χότα.
Το χορευτικό στοιχείο πρυτανεύει στην εξαίσια μουσική του ντε Φάγια. Πληθώρα ισπανικών παραδοσιακών ρυθμών και μελωδιών διανθισμένων με τυπικά ισπανικά ποικίλματα διέπει το έργο, που με απαράμιλλη φαντασία, λαμπερά ορχηστρικά ηχοχρώματα αλλά και λιτότητα όπου απαιτείται, αποδίδει την ουσία της ισπανικής φολκλορικής παράδοσης. Αν και στην πατρίδα του ντε Φάγια, κάποιοι αντιμετώπισαν το Τρίκωχο καπέλο ως μοντερνιστική παραμόρφωση της μουσικής τους παράδοσης, όλος ο κόσμος βλέπει σε αυτό έναν υποδειγματικό τρόπο αξιοποίησης ενός τοπικού μουσικού ιδιώματος μέσα από μία λόγια, εκλεπτυσμένη μουσική γλώσσα.
Συντελεστές:
Μεσόφωνος: Ινές Ζήκου
Μουσική Διεύθυνση: Κορνήλιος Μιχαηλίδης
Στις 5 Σεπτεμβρίου στην Ακαδημία Πλάτωνος στις 20.30